- φρενοπληγεῖς
- φρενοπληγήςstriking the mindmasc/fem acc plφρενοπληγήςstriking the mindmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek
φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] … Dictionary of Greek